Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 16 - Παραδίδουμε ή προδίδουμε την παράδοση;

 Στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις…
Απόστολος Παύλος

Γράφει ο Γιάννης Φρύδας


ΣΤΟ  ΚΑΦΕΝΕΙΟ  ΤΟΥ  ΓΙΑΝΝΗ  16 

  «Σήμερα ο άνθρωπος έχει την ιδέα πως λευτερώθηκε από πολλά πράγματα που τον μποδίζανε, τάχα, να είναι ελεύθερος. Πέταξε λοιπόν από πάνω του, μαζί με τ’ άλλα, και την παράδοση και βρέθηκε σ’ ένα χάος. Αυτό το χάος το λέγει ελευθερία…».
Φώτης Κόντογλου 

Άλλο ΠΑΡΑΔΟΣΗ κι άλλο… παράδοση άνευ όρων

  Όταν λέμε «παράδοση», εννοούμε όλα αυτά που παραδίδονται και μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Είναι το σύνολο των στοιχείων του πολιτισμού που κληρονομεί κάθε γενιά και που με τη σειρά της θα μεταβιβάσει στην επόμενη. Κάθε λαός είναι και φορέας της παράδοσής του. Η παράδοση κάθε λαού είναι τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Είναι ο πολιτισμός μας, οι ρίζες μας, η ιστορία μας, είναι ο τρόπος μας, είναι η μνήμη κι η ψυχή του τόπου μας… 

Καφιτζή, αυτά τα ξέρουμι! Έχ’ς τίπουτα άλλου να μας πεις; Πλύνι τα καφόμπρικα σ’ κι μη μας παρασταίν’ς του δάσκαλου…

Τα ξέρουμι, αλλά τι κάνουμι; Θα παραδώσουμι ιμείς παράδοση ή παραδόθ’καμαν ντιπ άνευ όρων, π’ λέν’ κι οι γραμματ’σμένοι; Τ’ απαράτ’σαμαν ούλα: τα τραγούδια μας, τα ιθίματα, τα γιουρτάσια… Πώς ξέπισαμαν έτσι;

Ισύ ξέπισις π’ δε θέλ’ς να προυσαρμουστείς μι τ’ νέα ιπουχή. Άλλαξι ου κόσμους, καφιτζηηηηή!… Τιχνουλουγία! Παγκουσμιουποίηση! Κουρκουτσιόβουλους γένιτι, πάρ’ του χαμπέρι!...

Ουλουένα άλλαζι ου κόσμους, αλλά κράταγι αυτά που ’ταν να κρατήσει… Δεν απαράταγι τα θ’κά τ’, για να κάνει τα ξένα. Ούτι τα χάλαγι. Ιμείς κι αυτά π’ κρατάμι τα χαλάμι σήμιρα… Χαλάμι κι τα ξένα. Θέλει σιβασμό η παράδουση κι να σέβισι κι τ’ν παράδουση τ’ αλλ’νού…

  Του χρέους μαναχά θα παραδώκουμι ιμείς στα πιδιά μας…

 

Το Καφενείο ενδιαφέρεται για την ΠΑΡΑΔΟΣΗ


  Τι το περάσατε το Καφενείο υπουργείο Πολιτισμού ή Παιδείας; Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ είναι το πολικό αστέρι του προσανατολισμού μας, που δείχνει σταθερά τον δρόμο της κοινωνικής και εθνικής μας αυτογνωσίας. Όποιος δε θέλει να το παρακολουθεί, ας απολαμβάνει την απόλυτη ελευθερία του «δεν ξέρω που πηγαίνω». Χωρίς να βαστώ ταχτική σειρά, όλο και κάποιο... 

θέμα σχετικό με την παράδοσή μας θα υπάρχει. Ο σκοπός δεν είναι ούτε οι υποδείξεις ούτε ο έλεγχος. Κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του αισθήματα και τους τρόπους να τα εκδηλώνει. Όμως, κάποιες απλές αναφορές μπορεί να γίνουν χρήσιμες και να μας βοηθήσουν να αποφύγουμε την πλάνη να θεωρούμε παράδοση οτιδήποτε μας παρουσιάζεται ως αυθεντικό και γνήσιο.

  Ας παραμείνει αυτή η βρύση της παράδοσής μας αστείρευτη κι ανόθευτη, για να ξεδιψά τον κάθε άνθρωπο που την αποζητά και να τον ενδυναμώνει στην πορεία του βίου του!

 

Στης Αργιθέας τα χωριά… τόση πολλή κακογουστιά;

Στου παιδιού μου τη χαρά έσφαξα έναν κόκορα…

Τι έφτιγι ου κόκουρας; Κι τι του λες; Να τσακώ’εις κάνα μπιλιά απ’ τ’ς φιλόζουοι; Πας χαλέβουντα να τρως μηνύσεις απ’ τ’ν Ουρνιθουλουγική  Ιτιρεία, τ’ς βίγκαν κι τ’ς ακτιβιστές; (όσοι δεν έχουν κ’τάβια ή που ’νι κ’τάβια, κάτι τέτοιου πάει να πει...)

Στου παιδιού μου τη χαρά έσφαξα έναν κόκορα…

Εμ, τι θα να ’λιγις; Στου παιδιού μου τη χαρά είχα τσ’κνίδια αλιβρουτά ή στου παιδιού μου τη χαρά έβρασα λαχανικά;

Στου παιδιού μου τη χαρά έσφαξα έναν κόκορα…

Μας του ’πις τρεις βουλές. Καλά έκανις! Ου γουνής για του πιδί τ’ του καλύτιρου θα κάνει. Άλλους κόκουτα, άλλους αρνί, άλλους…

Στου παιδιού μου τη χαρά έσφαξα έναν κόκορα…

Κι οι κότις τουν μοιριουλόγαγαν… Άφ’σι μας, αρέ χριστιανέ μ’, μι τουν κόκουτα σήμιρα. Σιγά του νέου! Ούτι η ΕΡΤ δε θα το ’λιγι τόσις βουλές…

Δε μι κατάλαβις. Δεν είνι νέου… Τραγούδι είνι αυτό. Ήμαν ιχτέ σ’ ένα γλέντι στα Βραγκινά κι ούλου αυτό χόριβαν. Απού ένας πο’ ’μπινι στου χουρό κι απού έναν κόκουτα…

Έτσι πες κι εγώ νόμ’σα ότι δεν άφ’κις ζουντανό κουκουτσέλι π’θινά ιδώ γύρα. Δηλαδή, στα Βραγκινά ου κλαρ’τζής άμα ξέρει αυτό του τραγούδι, δε θέλει άλλου;

Όχι! Πρέπει να ξέρει τρία τέσσιρα… Έπιξαν κι άλλου ένα: «Θέλου να γίνου τζιουπάνους στις γυνικείες τις καρδιές».

Ε, καλά, που να γίνουν αλλού τζιουπαναραίοι, σάματι έχουν τόπου για πράματα;…

Κουντύτιρα, βάρισαν κι ένα «Ντάρι ντάρι… στου γιαλό φλιντράν οι γλάροι», κάπους έτσι το ’λιγαν.

Δεν είνι θ’ κά μας τραγούδια αυτά… Απ’ αλλού ξέπισαν ιδώ. Τι άλλου έλιγι αυτό του τραγούδι τ’ κόκουτα; Θα το ’μαθις, μι τόσις βουλές π’ τ’ άκ’σις…

Τα παπούτσια που φοράω, στον τσαγκάρη τα χρωστάω…

Πού; Στουν Τσουπρά να τα χρουστάει; Δίνει κι βιρισέ ου Τσουπράς; Ιμένα αν δεν τ’ πάεινα δυο γίδις ούτι μέτρα δε μο’ ’πιρνι, όχι να μ’ δώκει κι τσαρούχια… Άλλου τίπουτα έλιγι παρικάτ’;

Το μάθατε τι έγινε γειτόνισσες τη νύχτα,
μου κλέψανε το τέντζερη μαζί με τα ρεβίθια.

Δίκιου έχου! Δεν είνι θ’κό μας τραγούδι αυτό. Ιδώ σι μας έκλιβαν οι Στιφανιώτις, αλλά ριβίθια δε γλώσσιαζαν πουτέ! Ούτι του σαράντα ένα δεν έτρουγαν ριβίθια. Έκλιβαν πράματα κι σο’ ’γραφαν κι παράπουνα σι νια πλακούλα: «Να τα βουσκάς καλύτιρα, δεν είνι παχιά, τρόμαξα να βρου ένα να χαμουψένιτι… Κι να τα φ’λάς καλύτιρα! Αν τα φύλαγις, δε θα γένουμαν κι εγώ κλέφτ’ς».

  Τέλους πάντους, θα ρουτήσου του Λιφτέρη κι τ’ Λιφτέρινα όπουτι πιράσουν απού δω. Αυτοίνοι τα ξέρουν ούλα τα τραγούδια κι απούθι είνι του κάθι ένα. Θα μάθουμι…

Έχειν, έχειν,  έχειν, έχειν, Στιφανιάδα κλέφτις έχειν…
Έχειν, έχειν,  έχειν, έχειν, κι η Ελλάδα κλέφτις έχειν… (αυτή κι αν έχει…)
 
Γκάιντα σκέτη βρεεεεε! Χωρίς σκυλιά και φόλες βρεεεεε!

  «Θα  σου  ρίξω  φόλα  στο  σκυλάκι  σου,  για  να  μπαινοβγαίνω στο  σπιτάκι σου».

Μπράβου, ορέ παλληκάρι! Καλά θα του κάν’ς του κουπρόσκ’λου! Ποιος του ’πι ν’ αλ’χτάει φόντα μπινουβγαίν’ς ισύ; Τήρα μην αστουχή’εις να ρίξ’ς κι κανιά φόλα στ’ς κάμιρις π’ σι παρακουλουθάν. Αυτές ούτι τ’ς γλέπ’ς ούτι αλ’χτάν! Του νου σ’!...

  Είναι δυνατόν να παίρνει κάποιος τον υπέροχο οργανικό σκοπό «γκάιντα» της δημοτικής  μας  μουσικής, να του  προσαρμόζει  αυτούς τους άθλιους στίχους  και  να περνάει ως παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι; Ένα σκυλαδοπανηγυρτζίδικο άσμα της πλάκας είναι δυνατόν να έχει σχέση με την ελληνική δημοτική ποίηση και  παράδοση; 

  Κι εδώ μπαίνουν... στον χορό και αλληλοεξευτελίζονται δυο αδαείς και άσχετοι... (αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά τους να αυτοεξευτελίζονται).

  Ο ένας που το παραγγέλνει και το χορεύει, πιστεύοντας ότι μετέχει της γνήσιας  παράδοσης… (εννοείται ότι αγνοεί και τα βήματα του σκοπού).

  Ο άλλος που «παίρνει τροχό» με τη δική του «μέντα» κι ανακαλύπτει ότι το δημοτικό τραγούδι υμνεί την δηλητηρίαση και τον αφανισμό ζώων (φόλες, παγίδες για τα π’λιά που, επίσης, αναφέρει το άσμα) κι άντε να τον κρατήσεις… Θα μπαμπαλίζει χωρίς ανάσα, για το έλλειμμα του πολιτισμού των αγριάνθρωπων... Όταν βρεθείτε σε τέτοια περίπτωση, μη φοβάστε, δεν είναι επικίνδυνος. Ηρεμήστε τον και ρωτήστε με τρόπο αν παίρνει στην ώρα τους τα χάπια του ή μήπως είναι ληγμένα…  

  Πιδιά, του δημουτικό τραγούδι είνι βαρύ για τ’ ραχιά σας… Ισείς ούτι γνουρίζιτι του βάρους τ’ ούτι μπουρείτι να του σ’κώσιτι. Μην ανακατώνιστι μι γκάιντα, μι ντόινα κι μι του σκάρου!... Ου πρώτους καλύτιρα να χουρεύει κάνα επιτραπέζιου κι ου άλλους να ικπιδεύει τα σκ’λιά να του βουλώνουν, άμα γλέπουν να μπινουβγαίνει κανένας στου σπ’τάκι… Ας αφήνουν τουν παπαγάλου να γένιτι καρφί! 

Κλιτσουφουτουριπουρτάζ… 


Η κλίτσα στον τίτλο είναι κατασκευή του Γιώργου Χαμπλά, το ξύλο  ασφέντομας απ’ το Μαρκελέσι

κι η φωτογραφία του Μενέλαου Παπαδημητρίου.

Αν δεν έδουναμαν ιμείς τουν ασφέντουμα ούτι ου Χαμπλάς θα να ’χι κλίτσα ούτι ου Μινέλαους φουτουγραφία… 

Απ’ τις διπλανές κλίτσες διαλέξτε ποια σας αρέσει

και τραβάτε στον Μενέλαο να την πάρετε!

 «Μενελαών λαβέ» 

Έναν ώμου κλίτσις έχει…

Παίξι μ’, αρέ, τουν Πλάτανου! (Βιολιτζή και χορευτή διάλογος…)

Παίξι μ’, αρέ, τ’ν Ιτιά κι ένα τσιάμ’κου!
Τσιάμ’ κου είνι κι η Ιτιά. Δυο τσιάμ’κα να σ’ βαρέσου;
Ξέρου τι είνι η Ιτιά, αλλά παίξι μ’ πρώτα τουν Πλάτανου!
Απουφά’ισι ισύ τι κλαρί θέλ’ς κι στου παίζου ιγώ. Θέλ’ς ιτιά, λούκα, μαλόκιδρου, θέλ’ς πλάτανου, θέλ’ς ξιρουπλάτανου…
Βάρει τουν Πλάτανου πρώτα!
  Ο βιολιτζής παίζει το τραγούδι, ο χορευτής, άρρυθμος εντελώς, προσπαθεί να χορέψει, αλλά δεν μπορεί να πετύχει τον ρυθμό του τραγουδιού με τα βήματά του, σταματά και λέει:
Είπα να βαρέ’εις τουν Πλάτανου! Πλάτανους είνι αυτός;
  Κι απαντά ο βιολιτζής:
Ιγώ τουν Πλάτανου σ’ βαρού, αλλά ισύ χουρέβ’ς τα κουρδουμπούλια απ’ τουν πλάτανου…
 

Γρίβα μ’, σι θέλει ου βασιλιάς, αλλά ου Γρίβας δε θέλει του βασιλιά

Ποιον Γρίβα να θέλει ου βασιλιάς;

Του Μήτσιου Γρίβα απ’ τ’ Λιουντίτ’.

Καλά, αλλά ποιον Μήτσιου Γρίβα; Του φιλόλουγου ή τουν καπιτάνιου;

Δε νουμίζου να θέλει του φιλόλουγου. Οι βασιλιάδις δεν τα πααίνουν καλά μι τ’ς φιλόλουγοι. Λουγικά τουν καπιτάνιου θέλει. Κάτι ακούϊτι να τουν κάνει στρατηγό, λέει, δήμαρχου, υπουδικανέα, κάτι τρανό τέλους…

Σιγά μην ακούσει ου καπιτάνιους του βασιλιά... Πααίνει στ’ Λιουντίτ’ κι είνι βασιλιάς μαναχός τ’! Του φιλόλογου θέλει κι θα του ιδείς… Μπουρεί να βγάνι κανιά φημιρίδα πάλι, κάνα ημιρουλόγιου κι να τουν έχει ανάγκη. Ούλοι αυτοίνοι μι τ’ς ιξουσίις δίνουν μιγάλη σουμασία στα μου σου του των μουμουέ κι στου ίματζ, π’ λέν’ οι Μαρκιλισιώτις.

Έχ’ς δίκιου! Αυτό είνι! Πώς μ’ ξιαπήδ’σι ιμένα απ’ του νου; Απού κιρό κάπ’ άκ’σα ότι θα βγάλει ημιρουλόγιου μι τ’ς βασιλιάδις τ’ς Αργιθέα. Του ζήτημα είνι πού θα βρει υλικό κι φωτογραφίις, για να φκιάσει τέτοια δ’λειά;

Ου Γρίβας!... Πού θα βρει ου Γρίβας υλικό; Τώρα, είπις σουβαρή κουβέντα. Σκιάζισι μη δε βρει φουτουγραφίις. Θα βάλει θ’κές τ’. Θα βάλει του Στέφου Βασ’λό καβάλα στ’ άλουγου κι θα γράφει στουν πάτου «Βασιλιάς Αμύνανδρος». Καλύτιρη θιουρία είχι ου Αμύνανδρους απ’ του Στέφου;  Θα βάλει του Γιώργου Μπεργιάννη απ’ του Γιλαδόγρικου ή του Σουτήρη Φρύδα απ’ τα Κιλάρια, έναν Κατσινούλα, έναν Ντρούβα τελουσπάντουν (αρκεί να ’νι Σιλπιανίτ’ς) κι θα λέει «Βασιλεύς Σέλιπος». Για  τουν   «Αργίθεο», ικτός απ’ τ’ς Τριζουλιότις, όποιουν να βάλει κάνει.

Καλά λες... Ου Γρίβας μέχρι κι Καζαμία μπουρεί να φκιάσει άμα του τσουρμώσει... Αφού ξέρει απού τώρα ποιον θα ψηφίσουμι του 2023.

Πάψι, αρέ! Κι ποιον λέει;

Αυτόν π’ δε θα ψηφίσουμι φέτου…

  Γελάσατε;

  Έτσι να γελάτε και με τους ανόητους που μπαίνουν στον χορό και παραγγέλνουν τραγούδια, για να παρουσιάσουν την ιδεολογικοπολιτική τους ταυτότητα, χωρίς να ξέρουν πολλές φορές την ιστορία των τραγουδιών. Υπερφίαλοι και εγωπαθείς ελαφρόμυαλοι, πόσες φορές χάλασαν κοινωνικές εκδηλώσεις με τη βλακεία τους! Τους βρίσκεις σ’ όλα τα χρώματα του πολιτικού φάσματος ίδιους κι απαράλλαχτους, με κοινό γνώρισμα την εριστική, αντικοινωνική συμπεριφορά. Ζουν με το μίσος και τον φανατισμό για τη σύγκρουση. Σεβασμός πουθενά και σε τίποτε…

  Αγνοήστε τους,  μην τους κατακρίνετε, μάλλον να τους λυπάστε πρέπει… 

Σειρά χορού έχει ου Μήτσιους…

  Να μπει ου Μήτσιους στου χουρό! (Αυτός είναι ου άλλους ου Μήτσιους...). Δεν ξέρουμι μι ποια παρέα θα χουρέψει, αλλά του νου σας μη μας μείνει αχόριφτους!
  Πατάξτε τον μεν πατάξτε τον δε... όμους, απ’ του χουρό  δεν αμπουδάμι κανέναν...
Κι απού τραγούδι μη σκανιάζιτι! Τα χουρεύει ούλα… Τόσα χρόνια στου χουρό!... 

Στου παιδιού μου τη χαρά έσφαξα έναν κόκορα.
Έφαγε όλη η Ραΐν’στα, χόρτασε κι η Ραχωβίτσα.
  Το βάζω ακόμη μια φορά, μην είναι και κάνας άλλος αχόρευτος… 

Στη Σούλα και στον Λευτέρη αφιερώνω…

  Σήμερα το Καφενείο είναι μονοθεματικό. Μεγάλο μέγεθος η ΠΑΡΑΔΟΣΗ! Έργο και  κοινοκτημοσύνη όλων των ανθρώπων κι απολύτως συλλογική υπόθεση. Όταν ο νους μου πάει στην αργιθεάτικη παράδοση, μού είναι αδύνατο να μη σταθώ στη Σούλα Τόσκα – Κάμπα και στον Λευτέρη Κάμπα. Είναι οι πρωτεργάτες της διάσωσης και διάδοσης της παράδοσης του τόπου μας. Γνωστοί σας και ιδιαίτερα αγαπητοί στην Αργιθέα δεν περιμένετε ασφαλώς από εμένα να σας τους παρουσιάσω.

Επιτρέψτε μου, όμως, αυτή την αφιέρωση, παρότι εξίσου τιμώ κι άλλους πατριώτες με ανάλογη προσφορά και τους δημιουργούς, γνωστούς και άγνωστους, της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

  Η Σούλα ήρθε νύφη στον τόπο μας, γνώρισε κι αγάπησε τους ανθρώπους του και την παράδοσή τους. Κατέγραψε και παρουσίασε αυτή την παράδοση σε ένα άρτια οργανωμένο λαογραφικό βιβλίο της με τίτλο:

 «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ  ΑΡΓΙΘΕΑΣ  ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ  ΑΓΡΑΦΩΝ»

το υλικό του οποίου αποτέλεσε και αποτελεί βάση για αφιερώματα στην Αργιθέα και τον πολιτισμό της. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έρευνα και συλλογή δημοτικών τραγουδιών και παραδοσιακών χορών από διάφορα μέρη της πατρίδας μας. Έγραψε πολλά σχετικά βιβλία μεγάλης λαογραφικής, ιστορικής και φιλολογικής αξίας.

  Ο Λευτέρης με ασίγαστο πάθος ερεύνησε κάθε λαογραφικό στοιχείο της Αργιθέας, οργάνωσε και επιμελήθηκε την ηχογράφηση των τραγουδιών μας, εγχείρημα ιδιαίτερης δυσκολίας για τα χρόνια που έγιναν. Είναι αυτός που ανακάλυψε τον τεράστιο Στέργιο Βλαχογιάννη και έβγαλε τη μουσική μας παράδοση και τα πανέμορφα τραγούδια μας έξω απ’ τα στενά όρια της περιοχής μας. Όλη η Ελλάδα γνωρίζει πια τον «κλειστό» χορό μας και το όνομα της Αργιθέας ακούγεται παντού.   

  Αυτή την ΠΑΡΑΔΟΣΗ απλοί άνθρωποι την κουβάλησαν στις πλάτες τους και κράτησαν αναμμένη τη λαμπάδα της ανάμεσα στους κόμπους των λιγνών τους δαχτύλων, κατά πως λέει κι ο συντοπίτης μας Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Αυτοί μας παρέδωσαν να φυλάξουμε απ’ τους ανέμους αυτή τη λαμπάδα. Είναι το χρέος μας, αλλά και ανάγκη μας είναι...

  Αγαπητοί μου, Σούλα και Λευτέρη. Ως αναγνώριση της προσφοράς σας, πάλι απ’ τον Παπαντωνίου θα δανειστώ έναν στίχο και θα σας τον αφιερώσω:

«Άστρα που δεν ξέρουν γιατί φέγγουν θα ζήλευαν τη δόξα του ταπεινού σας λύχνου». 

Έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου 

24/11/2018

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου