Τρίτη 15 Ιουνίου 2021
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 43 - Αναλύσεις
Τον
τελευταίο καιρό όποιος άγνωστος εμφανιζόταν, σχεδόν πάντα, ήταν πολιτικός. Δηλαδή,
φίρα για του μαγαζί, δεν ήξιρις κι πώς
να τουν μπειχιρ’στείς… Μόλις αρχίναγι κουντά να λέει του ποίμα καταλάβινις,
αλλά δεν κόταγις να πεις κι τίπουτα. Ου ιπαγγιλματίας είνι αδυνατιά κι πρέπει
να π’στρώνει τ’ν ουρά τ’…
Αυτή την εποχή, βέβαια, λιγόστεψαν και οι πελάτες. Καλοκαίρι, σκορπάει ο κόσμος, άλλοι πάνε...
Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021
Κυριακή 13 Ιουνίου 2021
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 42 - Αλώνια, αλωνίσματα και αχυρολιχνίσματα!
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 42
Χορταριασμένο αλώνι στο διάσελο ψηλά που ανεμοδέρνεται.
Χορταριασμένο χρόνια… Κι οβολιός ο γκρεμισμένος τοίχος
κρύβει μνήμες και θύμησες γερά σφιχτοδεμένες.
Είδε στις πλάκες του σωρούς τους κόπους των ανθρώπων,
δεμάτια και χερόβολα από χρυσαφένια στάχυα.
Είδε του σιταριού τ’ αλώνισμα κάτω απ’ τα πέταλα των αλόγων,
που στο λιοπύρι κάλπαζαν σε κυκλικό χορό ασταμάτητο.
Έλαμπε ο ήλιος κι άστραφταν τα ιδρωμένα τα καπούλια τους.
Ξετρελαμένα λιανοπαίδια έτρεχαν μπροστά τους
και τους παράβγαιναν κάνοντας τούμπες και παιχνίδια…
Είδε και τη χαρά του δουλευτή στο ηλιοκαμένο του το πρόσωπο.
Να ξεχωρίζουν τ’ άχυρα λιχνίζοντας τους είδε,
σαν έφτανε το δειλινό ο δροσερός και με τα μύρα αέρας…
Εδώ πληρώθηκε ο κόπος του ξωμάχου. Πάρε, αφέντη!
Ζεστές κουλούρες θα ψηθούν στη γάστρα απ’ της νοικοκυράς τα χέρια.
Πάρε, να ’χεις τ’ αλεύρι της χρονιάς, ψωμί της φαμελιάς σου!
Ευλογημένος κόπος! Και του χρόνου να ’μαστε καλά!
Δόξα τω Θεώ! δε θα πεινάσουμε και φέτος…
Έτσι στ’ αλώνι ήτανε τις λιόχαρες τις μέρες του Αλωνάρη,
στο πανηγύρι της δουλειάς, ξεφάντωμα, φωνές, χαρές, τραγούδια…
Τώρα πού είν’ ο αλωνιστής και πού τα άλογά του;
Πού είν’ τα δεμάτια στου αλωνιού τις πλάκες σκορπισμένα;
Γιατί δεν ξανακούστηκαν οι γνώριμες φωνές και τα τραγούδια;
Ούτε πουλιού λαλιά δε συντροφεύει πια τ’ αλώνι.
Πόσοι Αλωνάρηδες πέρασαν έτσι; Πόσοι;
Ο στύλος του καταμεσής, κέδρινο ξύλο μαυρισμένο απ’ τους καιρούς,
αντέχει ακόμα και στου χρόνου τα γυρίσματα εκεί στέκει,
ψάχνοντας στα χαμένα για να βρει ζωής απομεινάρι…
Ιούλιος μήνας πια. Ο Αλωνάρης του λαού μας, ο μήνας του αλωνίσματος. Γι’ αυτό και το παραπάνω πεζοτράγουδο είναι αφιέρωμα στ’ αλώνι. Και για έναν ακόμα λόγο. Πώς χάσαμε χωρίς να καταλάβουμε τ’ αλώνια των χωριών μας; Πώς αφήσαμε στην καταστροφή το πιο ευκολοσυντήρητο στοιχείο – σύμβολο του αγροτικού μας βίου; Για ένα σακί τσιμέντο και για μια απόφαση που δεν παίρνουμε ποτέ, για λίγη προσωπική εργασία που δεν προσφέρουμε, για μια ανύπαρκτη συλλογική πρωτοβουλία που δεν τιμά κανέναν. Κι ας ξέρουμε απ’ του λαού μας τη σοφία ότι «για το καρφί χάνουμε το πέταλο».
Ήτανε κάποιος που είχε σιταροχώραφα. Σαν έφτασε ο καιρός του θερισμού, σκέφτηκε να ζητήσει τη βοήθεια κι ενός γύφτου κουμπάρου του, που έμενε σε ένα άλλο χωριό δυο ώρες δρόμο μακριά. Ξεκίνησε λοιπόν και πήγε, γιατί ο κοσμοτές θέλεις δεν είχε σήμα καμπάνα, θέλεις δεν υπήρχε κοσμοτές τότε, δεν είχε άλλον τρόπο να τον ειδοποιήσει;
Πρόθυμος ο γύφτος, όταν άκουσε την πρόσκληση για θέρο του κουμπάρου του, πήρε το καλύτερο δρεπάνι του και ξεκίνησαν για το χωριό του κτηματία. Στον δρόμο περνούσαν από διάφορα χωράφια. Μόλις έβλεπε ο γύφτος κανένα χωράφι με σιτάρι, έμπαινε μέσα κι άρχιζε να θερίζει. Ο κουμπάρος τον σταματούσε κάθε φορά και του έλεγε πως είναι ξένα αυτά τα χωράφια. Προχωρούσαν πάλι, αλλά ο γύφτος ήταν ασυγκράτητος. Όπου έβλεπε σιτάρι ορμούσε μέσα κι έκοβε καμπόσα χερόβολα μέχρι...