Ζούσε κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος, που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο. Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά, πηγαίνοντάς του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, του έκανε αστείους μορφασμούς. Στο κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη.
Ο υπηρέτης χαμογέλασε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση και βγήκε από το
δωμάτιο.
Τον βασιλιά, όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Του φαινόταν τόσο παράλογο ο βαλές
του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας από τα
περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. Αφού κατάφερε κάπως
να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και του διηγήθηκε τη συζήτηση και
την απορία του.
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ
ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ! ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ
ΒΡΗΚΕΣ!
Έδεσε το σακί στην πόρτα
του υπηρέτη, χτύπησε δύο φορές και έτρεξε να ξανακρυφτεί. Όταν ο υπηρέτης βγήκε
ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε πίσω από έναν θάμνο. Τον είδε να
διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει το πουγκί. Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του,
τον αρχικό φόβο, την καχύποπτη ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω. Τον
είδε να σφίγγει το πουγκί στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το
βάζει στο στήθος του, να χώνεται γρήγορα σπίτι του.
Μόλις άκουσαν την κλειδαριά
να διπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για να
κατασκοπεύσουν. Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο
τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε το
περιεχόμενο. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις
κόγχες. Ήταν φανερό, δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ένα βουνό από
χρυσά φλουριά. Ένας θησαυρός. Όλος δικός του. Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώρα
στη ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό από αυτά.
Δικά του.
Άρχισε να τα χαζεύει και
να τα κάνει στοίβες. Τα κοίταζε πώς άστραφταν στο φως του κεριού και
χαζογελούσε. Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζε, για να ακούει το κουδούνισμά τους.
Και όλο χαμογελούσε. Παίζοντας άρχισε να τοποθετεί σε στοίβες των δέκα. Μια
δεκάδα, δύο δεκάδες, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι… Ταυτόχρονα έκανε και το
άθροισμα. Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα, εκατ… πού είναι το
τελευταίο;
Ξαναμετρά μία - μία τις στοίβες να βρει το λάθος, τίποτα. Τα
στήνει σε κολώνες, τη
μία δίπλα στην άλλη, μήπως κάποια προεξέχει… Τίποτα… Η τελευταία
κολώνα ελλειμματική. Μόνο εννέα φλουριά.
Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει το μέσα έξω στο
σακούλι… Τίποτα… Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα. Δεν μπορεί τα
φλουριά ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό…
─ Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. Κάπου πρέπει να μου
έπεσε... κάπου πρέπει να είναι. Με λήστεψαν! Αλήτες! Κερατάδες! Με κλέψανε…
Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα
φλουριά και αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. Δεν μπορεί, κάπου έκανε
λάθος. Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. Αλλά το φλουρί που έλειπε,
πουθενά.
Τελικά, σαν να το πήρε
απόφαση. Ενενήντα εννέα φλουριά είναι πολλά λεφτά, συλλογίστηκε. Μπορώ να ζήσω
την υπόλοιπη ζωή μου σαν άρχοντας... συνέχισε. Αλλά δεν είναι στρογγυλός
αριθμός... Το εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. Τώρα μου λείπει ένα.
Ο βασιλιάς και ο σοφός
σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο.
Ήταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά, τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα
έξυνε το κεφάλι του. Κάτι σκεφτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακούλι και
κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε
πίσω από έναν σωρό καυσόξυλα. Ύστερα πήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει
λογαριασμούς.
Πόσον καιρό πρέπει να κάνω
οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό φλουρί; Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος,
παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρω και δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα
διάστημα, μέχρι να το κερδίσω.
Μετά, όμως, μεγάλε... άραγμα.
Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος να μη δουλεύει. Μπορεί να ζει δίχως
σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαι άρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις αγόρι
μου! Τελείωσε τους υπολογισμούς του. Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο
το μηνιάτικό του και ό,τι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα
μπορούσε να αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.
─ Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα, όμως, να βάλω και τη γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια
δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια. Αλλά
κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το παλάτι. Μπορώ να κάνω τον βοηθό σε κανέναν
μάστορα, δυο - τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.
Ξαναπιάνει το μολύβι και
αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του και τη
συνεισφορά της γυναίκας του, θα μάζευε τα χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια.
Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός…
Ίσως, θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε, ας πούμε, λίγο από το φαγητό. Έτσι κι αλλιώς, το πολύ φαΐ κακό κάνει. Άσε, που μια και είναι τζάμπα, το ’χουμε παρακάνει. Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι χρειάζονται; Μπαίνει η Άνοιξη. Έρχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να τα πουλήσω. Να πουλήσω... Να πουλήσω... Πρέπει να γίνουν θυσίες. Άλλωστε, θα πιάσουν τόπο. Σε δύο χρονάκια το πολύ θα αγοράσουμε το φλουρί που μας λείπει και μετά... ποιος μας πιάνει μετά! Θα είμαστε πλούσιοι. Ό,τι μας γυαλίζει θα το αγοράζουμε. Αυτό είναι.
Δύο χρόνια στο τούνελ και μετά...
Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο
παλάτι. Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννέα.
Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε
σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε αποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ,
κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλά επέμενε στην απόφασή του. Ένα πρωί, μπήκε με το
πρωινό στο δωμάτιο του βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε
τελευταία.
─ Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι να σας σερβίρω και να σας βοηθώ να ντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου; Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε. Δε με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.
Μετά από μερικούς μήνες, ο
βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι.
Δεν είναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες
υπαλλήλους...
Ο ασπρομάλλης ψυχαναλυτής
έκανε μια παύση και κοίταξε προσεκτικά τον ασθενή του. Προσπάθησε να διαβάσει
τα συναισθήματα από την ιστορία στο πρόσωπό του.
Ανακάθισε στην πολυθρόνα του, πήρε το ποτήρι δίπλα του και ρούφηξε μια μεγάλη
γουλιά σάκε. Καθάρισε τη φωνή του και συνέχισε:
Βλέπεις,
Ντεμιάν, εσύ, εγώ και όλοι μας έχουμε εκπαιδευτεί σ’ αυτή την ηλίθια ιδεολογία.
Πάντοτε κάτι μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι, και δυστυχώς μόνο αν
είσαι ικανοποιημένος, μπορείς να απολαύσεις όσα έχεις. Γι’ αυτό μάθαμε πως τάχα
η ευτυχία θα έρθει όταν ολοκληρώσουμε αυτό που μας λείπει… Και επειδή πάντα
κάτι λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή και δεν απολαμβάνουμε ποτέ τη ζωή…
Τι θα συνέβαινε
όμως, αν η φώτιση ερχόταν στις ζωές μας και αντιλαμβανόμασταν, έτσι ξαφνικά,
ότι τα ενενήντα εννιά φλουριά μας είναι το 100% του θησαυρού; Ότι δε μας λείπει
τίποτα, κανένας δε μας έκλεψε τίποτα, το εκατό δεν είναι καθόλου πιο στρογγυλός
αριθμός από το ενενήντα εννιά; Ότι αυτό, είναι μόνο μια παγίδα, ένα καρότο που
έβαλαν μπροστά μας, για να είμαστε βλάκες, για να σέρνουμε το κάρο,
κουρασμένοι, κακόκεφοι, δυστυχείς και συμβιβασμένοι; Μια παγίδα για να μη
σταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε και να μείνουν όλα όπως έχουν. Αιωνίως τα ίδια.
Πόσα θα άλλαζαν αν μπορούσαμε να απολαύσουμε τους θησαυρούς μας, έτσι ακριβώς
όπως είναι… Έτσι ακριβώς όπως τους κατέχουμε…
Προσοχή,
όμως, Ντεμιάν!
Το να
παραδεχτείς ότι το ενενήντα εννιά είναι ο θησαυρός, δε σημαίνει ότι πρέπει να
εγκαταλείψεις τους στόχους σου. Δε σημαίνει άραγμα, συμβιβασμός με οτιδήποτε.
Γιατί άλλο το να παραδέχεσαι κι άλλο το να συμβιβάζεσαι.
Αυτό όμως, είναι σε άλλο παραμύθι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου