Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Κουμπουριανά Αργιθέας Καρδίτσας – Ιστορία και Λαογραφία

«ΚΟΥΜΠΟΥΡΙΑΝΑ ΑΡΓΙΘΕΑΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
Ιστορία και Λαογραφία»
Λευτέρης Κάμπας
Τα λίγα λόγια που ετοίμασα να επικοινωνήσω μαζί σας θέλω να πιστεύω ότι αποτελούν μιά λαογραφική θεώρηση του βιβλίου «Κουμπουριανά Αργιθέας Καρδίτσας – Ιστορία και Λαογραφία». Έκδοση του Συλλόγου Κουμπουριανιτών Αττικής, Αθήνα 2018.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί μιά αξιέπαινη προσπάθεια του Συλλόγου αλλά και των τριών Κουμπουριανιτών συντακτών του, του Γιώργου Δήμου, της Τριανταφυλλιάς Θανασιά και του Παναγιώτη Νταβαρίνου.

Αν επιδίωξη της έκδοσης αυτής ήταν α) Η διατήρηση ζωντανής της ιστορικής μνήμης. β) Η διάσωση του λαϊκού πολιτισμού του χωριού Καμπουριανά και της ευρύτερης περιοχής της Αργιθέας τότε θα έλεγα ότι πετυχαίνει με μεγάλη ευστοχία και τους δύο αυτούς στόχους.

Το βιβλίο αυτό όπως και αρκετά άλλα βιβλία που εκδόθηκαν μέχρι σήμερα και αφορούν...
χωριά της Αργιθέας ή ολόκληρη την περιοχή αποτελούν μιά σπουδαία παρακαταθήκη για τις νεώτερες γενιές. Είναι ένα είδος κιβωτού που μέσα της βάζουμε πολύτιμα στοιχεία της ιστορίας μας και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Αυτά τα στοιχεία είναι η ταυτότητά μας τόσο απαραίτητη για την συνέχεια της ζωής και του πολιτισμού μας.

Της σημαντικής έκδοσης των «Κουμπουριανών» προηγήθηκαν άλλες επίσης σημαντικές εκδόσεις για άλλα χωριά ή για όλη την Αργιθέα με πρωτοβουλίες Συλλόγων ή μεμονωμένων συμπατριωτών. Ενδεικτικά αναφέρω μερικές απ’ αυτές.

Εκδόσεις που αφορούν ολόκληρη την Αργιθέα: 
«Απ’ τ’ Άγραφα» Ιστορία των θρυλικών Αγράφων της Πίνδου της Αργιθέας και των χωριών της του Παπα-Γιώργη Στάθη απ’ την Στεφανιάδα, Ντητρόϊτ 1971.
«Τα χωριά της Αργιθέας» του δάσκαλου Βασίλη Κωτσιώρη, Αθήνα 1972.
«Λαογραφικά Αργιθέας» της Σούλας Τόσκα Κάμπα, Αθήνα 1980.
«Άγραφα» του Κώστα Στούμπου.
«Αργιθεάτικη διάλεκτος» του Ξενοφώντα Στεργίου. Αθήνα 2001. Έκδοση Συλλόγου Αργιθεατών Αθήνας.
«Η Θεσσαλία 1805-1810» William Leake (μετάφραση ιερέα Γεωργίου Στάθη).
«Όσα κι’ αν περπάτησα» Τραγούδια της Αργιθέας – Γόμφων – Νεβρόπολης του Δημήτρη Καλτσούλα.

Εκδόσεις που αφορούν χωριά της Αργιθέας:
«Πετρίλο» του Νίκου Κ. Χόντζια απ’ το Πετρίλο.
«Το Λιάσκοβο» του Χρήστου Γκλέζου. Αθήνα 1999.
«Το Σπυρέλο» του Ηλία Χολέβα.
«Το Κατούσι» του Ξενοφώντα Κουτή απ’ το Ανθηρό.
«Το Ανθηρό Καρδίτσας» (Η Μπουκοβίτσα) και η περιοχή της Αργιθέας του Ανθηριώτη Ηλία Δ. Μπαλάνου. Ανθηρό 2006.
«Το Παλαιοχώρι» (Καλή Κώμη Καρδίτσας) του Δημήτρη Γ. Κοτσώνη, Καλή Κώμη 2003.

Η προσφορά των βιβλίων αυτών ήταν τεράστια και για άλλους σημαντικούς λόγους.
Υπήρξε μεγάλος κίνδυνος αλλοτρίωσης και απαξίωσης του λαϊκού μας πολιτισμού, μετά την απότομη και βίαιη αστικοποίηση των κατοίκων της ελληνικής υπαίθρου, που μετακινήθηκαν μαζικά απ’ τα χωριά μας προς τα μεγάλα κυρίως αστικά κέντρα, μετά τον εμφύλιο του 1945-49.

Τα ξενόφερτα ρεύματα, αμφίβολης αξίας πήγαν να εκτοπίσουν έναν ξεχωριστό ελληνικό λαϊκό πολιτισμό τεράστιας αξίας, απ’ τους πλέον αξιόλογους παγκοσμίως γιατί έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο.

Οι μετακινήσεις των κατοίκων της υπαίθρου προς τα αστικά κέντρα τους στέρησαν την επαφή με την φύση και τους συγχωριανούς τους. Μείναν χαμένοι και μετέωροι χωρίς συνοχή και συνέχεια αποκομμένοι απ’ τις παληές γνήσιες λαϊκές αξίες.

Εδώ έρχονται οι Σύλλογοι Αργιθεατών και χωριών να αναπληρώσουν αυτό το τεράστιο κενό που δημιουργήθηκε. Αναλαμβάνουν να διατηρήσουν την επαφή των εσωτερικών μεταναστών με τις ιδιαίτερες πατρίδες τους αλλά και τους μεταξύ τους δεσμούς με διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις (χοροί, εκδρομές, γλέντια). Η προσφορά τους ειδικά τα πρώτα χρόνια ήταν υπερπολύτιμη. Πρόσφεραν στα μέλη τους την αλληλεγγύη, την αυτοπεποίθηση και την περηφάνεια για την καταγωγή τους.

Προφανώς η ίδρυση του Συλλόγου Αργιθεατών το 1953 στην Αθήνα, ήταν το πρώτο και σπουδαιότερο βήμα. Το πρωτοπόρο και φωτεινό παράδειγμα του Συλλόγου Αργιθεατών Αθήνας ακολούθησαν οι Αργιθεάτες σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα ή σε πολυπληθείς παροικίες. Στην συνέχεια ακολούθησαν οι Σύλλογοι μεγάλων ή και μικρότερων χωριών όπως ο Σύλλογός σας.
Όλοι οι Σύλλογοι ανέπτυξαν μια αξιοζήλευτη δραστηριότητα. Ωρισμένοι συνεχίζουν ανοδικά την πορεία τους. Άλλοι παρουσιάζουν κάποια κάμψη. Εντούτοις όλοι είναι χρήσιμοι. Χάρη στους Συλλόγους αυτούς σώθηκε ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Όλοι μας οφείλουμε να τους πλαισιώνουμε και να παροτρύνουμε την νεολαία μας να συνεχίσει το σπουδαίο αυτό έργο.

Με την έκδοση του βιβλίου «Κουμπουριανά Αργιθέας» ο Σύλλογός σας νομίζω ότι φτάνει στην αποκορύφωση της δραστηριότητάς του δικαιώνοντας απόλυτα την ύπαρξή του.

Θάθελα να ξεκινήσω την περιήγηση στο λαογραφικό μέρος του βιβλίου «Κουμπουριανά» με την ματιά ενός ερευνητή της μουσικοχορευτικής παράδοσης της Αργιθέας και των Αγράφων.

Η λαογραφική έρευνα του βιβλίου είναι τεκμηριωμένη, απλή, σύντομη και ουσιαστική. Αντιπροσωπεύει ολόκληρη σχεδόν την Αργιθέα. Υπάρχει μιά θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στις γραπτές και τις προφορικές μαρτυρίες. Αυτό προσδίδει ζωντάνια στην όλη αφήγηση.

Το κλέφτικο τραγούδι που ακολουθεί νομίζω ότι περιέχει συμπυκνωμένη την ιστορικότητα του χωριού Κουμπουριανά αλλά και το μεγαλείο της δημοτικής μας ποίησης. Ιδιαίτερα των αριστουργηματικών κλέφτικων – ιστορικών τραγουδιών που κατέγραψαν και ανέδειξαν κορυφαίοι λαογράφοι όπως ο Νικόλαος Πολίτης, ο Γάλλος Φωριέλ, ο Γερμανός Πασώβ κ.ά.

Το τραγούδι αναφέρεται στα Κουμπουριανά, στο Πετρίλο και στην ηρωϊκή δράση του κλεφταρματολού των Αγράφων Γιάννη Μπουκουβάλα και των παλληκαριών του. Το παραθέτω σε δυό παραλλαγές που περιέχονται και οι δύο στη συλλογή του Άρνολντ Πασώβ.

Ο Μπουκουβάλας (1η παραλλαγή)
Νάμουν μιά πετροπέδρικα στα πλάγια του Πετρίλου
στα πλάγια και στα πετρωτά και σταις κοντοραχούλες,
να σκόνομουν τ’ αποταχύ δυό ώραις να ξημερώσει,
ν’ ακουρμαστώ τον πόλεμο πως πολεμούν οι κλέφταις
οι κλέφταις κι’ οι αρματωλοί κι ο Γιάννης Μπουκουβάλας.
Στον πάτο στα Κουμπουριανά μπροστά στην Παναγία,
Γιώργο Χαϊντούτης φώναξε τ’ Αλέξη Τραγουδάκα.
Βάλτε φωτιά στην εκκλησιά κάψτε τους Τούρκους μέσα,
χίλια φλουριά να την χρωστώ, καινούρια να τη φκιάσω.
*

Ο Γιάννης Μπουκουβάλας (2η παραλλαγή)
Νάμουν μιά πετροπέδρικα στα πλάγια του Πετρίλου
Να σκόνουμουν τ’ αποταχύ δυ’ ώραις να ξημέρωσει,
Ν’ ακούρμεναι τον πόλεμο πως πολεμούν οι κλέφταις,
Οι κλέφταις οι αρματολοί κι’ ο Γιάννης Μπουκουβάλας,
Το Μήτσο Χούση κυνηγούν στη μέση του Πετρίλου.
Στον πάτο στα Κουμπουριανά, μες στην απάνω χώρα.
Ο Μήτσο Χούσης κλείστηκε μέσα στην Παναγία.
Γιώργο Χαϊντούτης χούγιαξε τ’ Αλέξη Τραγουδάκη
Βάλε φωτιά την εκκλησιά, κάψε την Παναγία,
χίλια φλουριά να τη χρωστώ και χίλια να τη φκιάσω.
Ο Μπουκουβάλας χουϊαξε του Γιώργου Χαϊντούτη,
Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν απούειπε.
Βλέπουν τους Τούρκους πώφευγαν, βλέπουν τους Αρβανίτες.
Σαν έκανε και χύθηκεν ο Γιάννης Μπουκουβάλας,
Και κάνουν τον κατήφορο πάν κατά το  γιοφύρι
κι’ οι κλέφτες παν από κοντά ο καπετάνιος Γιάννης
και πάνε και μπρατσιάστηκαν στον Κόρακα στην άκρη
Πιάνουνε Τούρκους ζωντανούς και Τούρκους σκοτωμένους.

Τα πρώτα κεφάλαια Λαογραφίας
Μιά Σύντομη ματιά
Χαρακτηριστική ήταν η φορεσιά παληότερα τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Βασιζόταν στα γνήσια μάλλινα υφάσματα που ύφαιναν οι γυναίκες σ’ όλη την Αργιθέα και επεξεργάζονταν τα μαντάνια και οι νεροτριβιές της περιοχής.

Το γνέσιμο, η υφαντική, το ράψιμο των ενδυμασιών ήταν απ’ τις κύριες ασχολίες. Η γεωργία και η κτηνοτροφία η οποία γνώρισε μεγάλη ακμή στους Βυζαντινούς χρόνους και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μας έδωσαν συνήθειες και έθιμα που ήταν πρότυπα κοινωνικότητας όπως τα ξεφλουδίσματα και όλες οι συνήθειες της ποιμενικής ζωής. Οι ανάγκες της κτηνοτροφίας έφεραν την δημιουργία χρηστικών αντικειμένων απαραίτητων για την γαλακτοκομία και την τυροκομική όπως ο μποτινέλος, η βιδούρα (μικρή καρδάρα 12 λίτρων), την γκλίτσα (απλή ή κεντητή) εξαίρετο δείγμα λαίκής ξυλογλυπτικής.

Η φλογέρα και η τζαμάρα ήταν απαραίτητες σχεδόν για όλους τους τσοπάνηδες. Οι ποιμενικοί σκοποί αποτελούν αξεπέραστο είδος της μουσικής μας παράδοσης όπως ο Σκάρος, το κλάμα της φλογέρας, το περιβόλι, ο κλέφτικος, ο ζαγορίσιος, ο θεσσαλοικός, ο χειμαριώτικος, η Διαμαντούλα κ.ά.

Γάμος, λαϊκά στιχουργήματα, μουσική παράδοση,
Λεξιλόγιο Αργιθέας
Εύλογα οι τρεις συντάκτες έδωσαν ιδιαίτερα βαρύτητα σε κάποια κεφάλαια όπως ο γάμος, τα λαϊκά στιχουργήματα, μουσική παράδοση και το λεξιλόγιο της Αργιθέας. Το ίδιο θα κάνω κι’ εγώ. Ο γάμος είναι απ’ τα βασικά έθιμα και όλοι οι κάτοικοι της Αργιθέας και των Κουμπουριανών το χαίρονταν, το απολάμβαναν, το στόλιζαν με τη φροντίδα τους ώστε να αποτελεί σταθμό στη ζωή τους. Τα γλέντια ήταν τριήμερα. Οι προετοιμασίες κράταγαν σχεδόν μιά βδομάδα. Ξύλα, προζύμια, προικιά, ξύρισμα του γαμπρού, γλέντι στη νύφη, γλέντι στο γαμπρό, πιστρόφια, τραπεζώματα, κρασιά και άλλα ποτά. Κάθε βήμα του γάμου είχε στα τραγούδια του. Αληθινά αριστουργήματα της δημοτικής μας ποίησης. Για τα προζύμια τραγουδούσαν:

Ανάχλια ανάχλια τα νερά
Κι’ αφράτα τα προζύμια,
κόρη ξανθή τα ζύμωνε
με μάνα και πατέρα.
…………………………..

Στα ξύλα κυριαρχούσε το τραγούδι
Οι κάμποι πρασινίσανε
γιέμ’ και γιόμισαν λουλούδια
γειά σου αγάπη μου καινούρια
Κι’ εσύ δεν βγαίνεις να σε δώ
κι’ εγώ μέσα δεν μπαίνω
πές μου αγάπη μ’ τι θα γένω
…………………………..

Στα προικιά
Σακιάτε τα προικιά καλά
θα γείρουν ράχες και βουνά
θα τα χαλάσουν τα κλαριά.
Σακιάστε τα προικιά καλά
μην τα γελάσει η πεθερά.
…………………………..

Στο ξούρισμα του γαμπρού
Ασπροσυνέφιασε ο ουρανός
και ρίχνει μια ψιλή βροχή
ρίχνει βροχή, ρίχνει νερό
για να ξουρίσουν τον γαμπρό.
Ξουράφια από τα Γιάννενα
κι’ ακόνια από την Πρέβεζα
για να ξουρίσουν το γαμπρό
και τον καθάριο αυγερινό.
Μπερμπέρη μ’ παίξ’ το χέρι σου
για να μην κόψεις το γαμπρό.

Μετά τα στέφανα ακολουθεί το κύριο γαμήλιο γλέντι με τα κύρια τραγούδια τα «Ένας λεβέντης χόρευε» για τον γαμπρό, για την νύφη «Πουήσουν πέρδικα γραμμένη» για τον νουνό «Απ’ την πόλη ως τη Σέρρα»
Απ’ την Πόλη ως τη Σέρρα
τέτοιον κυρ νουνό δεν είδα.
Τέτοιο νιό τέτοιον πετρίτη
τέτοιον καστροπολεμίτη.
Με τα κάστρια πολεμάει
για να βρει να στεφανώσει
δυό κορμάκια να ενώσει.

Για τον γαμπρό και την νύφη, το συμπεθεριακό.
Ο ήλιος ήταν ο γαμπρός
και το φεγγάρι η νύφη
κι’ όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού
ήταν οι συμπεθέροι.

Των χορευτικών τραγουδιών προηγούνταν τα τραπεζιάτικα όπως:
Πέτρος και Παύλος τόλεγαν
κι’ οι δώδεκα Αποστόλοι
σε τούτη την τάβλα πούμαστε
σε τούτο το τραπέζι
τον άγγελο φιλεύουμε
…………………………………………
Φίλοι μου για δεν τρώτε για δεν πίνετε
μήειδε και το φαί μας δεν σας άρεσε
…………………………………………

Στον αποχωρισμό της νύφης απ’ τους γονιούς τ’ αδέλφια της και τους συγγενείς ράγιζαν καρδιές. Τα τραγούδια του αποχωρισμού ήταν ανάλογα και συγκινητικά:
Σήκω συντάξου λυγερή
κι έχουμε στράτα αλαργινή
……………………………………
Μάνα μου καλή μου μάνα
πότε μαλώσαμ’ αντάμα
και με διώχνεις τόσο αλάργα
τόσο μακρυά στα ξένα.
Γώ στα ξένα θ’ αρρωστήσω
ποιά μανούλα θα ζητήσω.
…………………………………..

Λαϊκή στιχουργική
Μεγάλο κεφάλαιο για τα Κουμπουριανά υπήρξε ο μπάρμπα Γιάννης ο Καζιακούρας. Λαϊκός στιχουργός ταλαντούχος, έξυπνος με αστείρετυο χιούμορ και σάτυρα. Ήταν γνωστός σ’ όλα τα χωριά και όλοι οι Αργιθεάτες τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν. Η σύζυγός μου Σούλα Τόσκα Κάμπα για να τον τιμήσει περιέλαβε στιχουργήματά του στο βιβλίο «Λαογραφικά Αργιθέας Θεσσαλικών Αγράφων» στο κεφάλαιο για τους λαϊκούς στιχουργούς.

Σταχυολογώ κάποια απ’ τα στιχουργήματα που περιλαμβάνονται στα «Κουμπουριανά» και στα «Λαογραφικά Αργιθέας».
Για τον νέο παπά των Κουμπουριανών που ήρθε από το Κνίσοβο (Αργιθέα) έγραψε: 
Ο παπάς απ’ τ’ν Αργιθέα
ήρθε στα Κουμπουριανά
γιατί έμαθε ότ’ φκιάνουν
πρόσφορα πολύ τρανά.

Όταν ο μπάρμπα Γιάννης πήγε να παίξει χαρτιά στη Στεφανιάδα κατά τον Ιούνιο μήνα μιάς χρονιάς της δεκαετίας του 60 διαπίστωσε ότι η τετράδα στην οποία συνήθως έπαιζε ο ίδιος όλο το χειμώνα είχε συμπληρωθεί από έναν γενειοφόρο με μακρυά μαλλιά νεοαφιχθέντα στο χωριό οπότε απευθύνεται στον καφετζή και του λέει:
Θ’ αφήσω μακριά μαλλιά,
θα θρέψω και γενειάδα,
για νάμαι υπολογίσιμος,
πέρα στη Στεφανιάδα.

Και δύο γουστόζικα ποιήματα απ’ τα «Λαογραφικά Αργιθέας».
Οι γέροι συγκεντρώνονται καπνίζουν το τσιγάρο
Και συζητούν όλοι μαζί για τόνα και για τάλλο.
Απ’ την Ελλάδα πέρασαν πολλοί πολιτικοί
για μας τα γεροντάκια δε δώσαν προσοχή.
Αν ζούμε κι’ αν πεθαίνουμε κι’ αν έχουμε αξία,
χαμένα παν τα κόπια μας εις την Μικρά Ασία.

Ο ίδιος τραγούδησε και το χωριό Μεζήλο με τους παρακάτω στίχους που μας είπε ο Θανάσης Ρουσάκης (ετών 56 απ’ το Μεζήλο)
Γειά σου περήφανο χωριό με την ψηλή κορφή σου,
τις όμορφες τις λαγκαδιές και την επιρροή σου.
Έχεις της Γκούρας το νερό κι’ έχεις μεγάλη χάρη,
Έχεις και την Μονόπλατη, για θερινό λιβάδι.
Μεζήλο πρώτα σ’ έλεγαν τώρα σε λέν Δροσάτο,
τα σύνορά σου φτάνουνε στον Γκούρλιακα από κάτω.
Είν’ όλοι εμπορευόμενοι, χωρίς να κεσετεύουν
Μαζεύουν γιδοτόμαρα κι’ ότι άλλο παζαρεύουν.
Κι’ εκεί στην άκρη στο χωριό έχεις τον Άη – Θανάση
ο κόσμος είν’ ομόφωνος, ποτέ δεν θα χαλάσει.

Μουσική παράδοση Κουμπουριανών

Σπουδαίο και βασικό κεφάλαιο του βιβλίου είναι αυτό με την μουσική παράδοση.
Τα Κουμπουριανά ευτύχησαν να έχουν αρκετούς και αξιόλογους λαϊκούς οργανοπαίχτες και τραγουδιστές. Φορείς και προσωπικότητες της λαϊκής μουσικής παράδοσης. Θα σταθώ σε ωρισμένους απ’ αυτούς. Ο Γιώργος Δήμος με το ντέφι του άφησε εποχή. Η δεξιοτεχνία του με διάφορα σκέρτσα πάνω στο ντέφι τον έκανε μοναδικό σε όλη σχεδόν την Αργιθέα. Ο Σωτήρης Καραμπίνης ήταν και είναι ένα απ’ τα καλύτερα και αυθεντικότερα κλαρίνα της Αργιθέας και των Αγράφων.

Σπουδαίος τραγουδιστής ο Λουκάς Ποζιός που έπαιζε λαουτοκιθάρα και ντέφι. Συνεργάστηκε σαν τραγουδιστής με άλλους διακεκριμένους λαϊκούς οργανοπαίχτες όπως ο Γιώργος Λέκος (βιολί – τραγούδι) ο Γιώργος Τόλος (βιολί) ο Λάμπρος Καζιακούρας (βιολί) κ.ά. Αυθεντικός στις εκτελέσεις του και βαθύς γνώστης των παληών τραγουδιών.

Την παράδοση του πατέρα του συνέχισε ο γυιός του Βαγγέλης που αναδείχτηκε σε κορυφαίο τραγουδιστή όχι μόνο της Αργιθέας αλλά και πανελλήνια. Υπήρξε πρωτοπόρος για την μουσική παράδοση του τόπου μας. Ήταν ο πρώτος που πέρασε Αργιθεάτικα τραγούδια στην δισκογραφία με δύο δίσκους βυνίλιο που βγήκαν στην δεκαετία του 1970 στην Αθήνα. Σήμερα θαρρώ ότι είναι ο πιο αυθεντικός εκφραστής της μουσικής παράδοσης του τόπου μας.

Η κόρη του Βαγγέλη, Ρίτσα Ποζιού συνεχίζει την παράδοση της οικογένειας τραγουδώντας κυρίως λαϊκά, νησιώτικα αλλά και όλα τα δημοτικά.

Τα βιολιά που ανέδειξαν τα Κουμπουριανά είχαν πολύ έντονο το τοπικό ηχόχρωμα.
Θα αναφέρω σαν παράδειγμα τον Μιλτιάδη Καλιακούδα που γνώρισα και τον νεώτερο τον Βασίλη Κίσσα (βιολί, κλαρίνο, μπουζούκι).

Αργιθεάτικο Λεξιλόγιο
«700 περίπου λέξεις»
Νομίζω ότι απ’ τα ωραιότερα κομμάτια στο κεφάλαιο της Λαογραφίας των Κουμπουριανών είναι αυτό που αναφέρεται στις ιδιωματικές λέξεις της Αργιθεάτικης διαλέκτου που προσομοιάζει με την διάλεκτο σχεδόν όλου του ορεινού όγκου της Πίνδου και των Αγράφων. Πολλές απ’ τις λέξεις αυτές έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία ελληνική που σημαίνει ότι η γλώσσα μας που είναι κύριο χαρακτηριστικό ενός λαού έχει μια αξιοθαύμαστη συνέχεια. Όταν λέγανε ότι θα πάω κείθε (στο Μουζάκι δηλαδή πίσω απ’ τη ράχη «εκείθεν») ή την έκφραση «ως έγγιστα», ασυναίσθητα χρησιμοποιούσαν αρχαίες ελληνικές λέξεις.

Θα ήθελα εδώ να αναφέρω κάμποσες λέξεις απ’ το κομμάτι του λεξιλογίου χαρακτηριστικές της ντόπιας λαλιάς. Αξίζει τον κόπο να τις θυμηθούμε.

αγγειό = δοχείο
ακουρμαίνομαι = προσπαθώ να ακούσω κάτι
αλαταριά = πέτρα πλακερή που βάζουν αλάτι για τα ζώα
αμαλαϊά = αξιόλογος βοσκότοπος
αμπώχνω = σπρώχνω
απόϊ = επίμονος άνεμος
βαντάκια = δέματα με αποξηραμένες καλαμποκιές κ.λπ.
βαρκό = πράσινο σημείο σε χωράφι ή βοσκοτόπι που βγάζει λίγο νερό 
βιδούρα = μικρό ξύλινο δοχείο 12 λίτρων για άρμεγμα των ζώων.
βουλιώμαι = σκέφτομαι.
γιόμα = το προμεσημβρινό γεύμα, κολατσιό.
διάσελο = το πέρασμα ανάμεσα σε δύο ράχες.
διάτανος = διάβολος
δρολάπι = το χιονόνερο
έχος = περιουσία, βιός
ζλάπι = άγριο ζώο
θειαμαίνομαι = απορώ
καλοπίχερα = εύκολα
κολοσκαιρίζω = τρώγω για πρώτη φορά
κλωτσοτύρι = ξυνοτύρι παράγωγο ξυνόγαλου
κοτάω = τολμώ
κουρδουμπούλι = σβώλος
κραίνω = φωνάζω
λούρα = βέργα
μαργώνω = κρυώνω
ματσαραγκιά = εξαπάτηση, εμπαιγμός
μπιτίζω = τελειώνω κάτι
μπουκουβάλα = τριμμένο τηγανισμένο ψωμί
νογάω = εννοώ
ορμόνω = προσανατολίζω το κοπάδι προς μια κατεύθυνση
πάκια = ραχιαίος μυς κοντά στη μέση
πόρος = πέρασμα, δρόμος, αποτέλεσμα
προπάω = μόλις προλαβαίνω
πυρομάδα = φέτα ψωμιού φρυγανισμένη στα κάρβουνα
ρασεύω = πηγαινοέρχομαι
ρεκάζω = κλαίω δυνατά
ρόγα = αμοιβή τσοπάνου
σαρμανίτσα = κούνια μωρού
στουμπιά = πέτρα για πετροβόλωμα
ταχιά= αυριανή μέρα
τράμπα = ανταλλαγή ισάξιων ειδών
τραπέτσι = το πολύ ξυνό φρούτο
τριψάνα = πρόβειο ή κατσικίσιο γάλα με τριμμένο ψωμί
τσιακλατάω = κτυπάω αυγά στο πιάτο με ένα πηρούνι
φωτίκια = τα δώρα του νονού στο βαπτιστήρι
χαλεύω = ζητώ
χλιμάρες = καθημερινές θλίψεις
ψάνα = το στάχυ του σταριού

Προσωπικές εμπειρίες
Επιτρέψτε μου τελειώνοντας να αναφερθώ και σε κάποια προσωπικά βιώματα που είχα σε σχέση με τα Κουμπουριανά.

Πρώτα απ’ όλα έχω σημαντικές ρίζες στα Κουμπουριανά. Η μανιά μου Αικατερίνη Τέκου απ’ την μάνα μου, ήταν απ’ τα Κουμπουριανά απ’ τα Ραγάζια, αδελφή του Γιώργου Λούκα Ποζιού πατέρα του μπάρμπα Λουκά.

Θυμάμαι μικρό παιδί, την δεκαετία του 1950, που πήγαινα με την μητέρα μου και τα άλλα μικρά αδέλφια μου, με τα πόδια, στην Σπηλιά. Συνήθως πηγαίναμε προς τα τέλη Αυγούστου αρχές Σεπτέμβρη. Κάναμε την πρώτη στάση στη βρύση στα Μαντζιουρέϊκα για λουκούμι, μετά στου Νασιώκα, τρίτη και τελευταία στα Ραγάζια όπου μας πρόσφεραν σύκα φρέσκα και ροδάκινα που τρώγαμε για πρώτη φορά. Ο τόπος αυτός μας φαινόταν μυθικός και αλλοιώτικος από άλλους.

Στα Ραγάζια και την Σπηλιά πήγα αργότερα πολλές φορές όταν μεγάλωσα. Η πιο αξέχαστη επίσκεψή μου ήταν όταν πήγαμε με την σύζυγό μου Σούλα τον Αύγουστο του 1979 στον γάμο της ξαδέλφης μου Ιφιγένειας κόρης του Λουκά Ποζιού και της Αγορής που έπαιρνε τον Απόστολο Μαντζιούρα. Αξέχαστος γάμος με πολύ κόσμο και ωραίο γλέντι.

Εκεί άκουσα για πρώτη φορά το αριστουργηματικό κλειστό τραγούδι «Βασιλικέ μου τρίκλωνε».
Κοντά στα ξημερώματα ήρθε η σειρά μας να χορέψουμε. Ο θείος μου ο Λουκάς μόλις μπήκα στο χορό πήρε το μικρόφωνο απ’ τον Βαγγέλη και με ρώτησε ποιό τραγούδι θα ήθελα να χορέψω. Του είπα ένα κλειστό που να μην το έχω ακούσει.

Τραγούδησε το κλειστό «Βασιλικέ μου τρίκλωνε» με την βαθειά ένρινη χαρακτηριστική του φωνή. Όντως το τραγούδι το άκουγα για πρώτη φορά. Τρελάθηκα απ’ την ομορφιά των στίχων και την ωραία εκτέλεση. Ήταν και το περιβάλλον που με επηρέασε. Σπάνια έννοιωσα τέτοιο μεράκι χορεύοντας. Αξίζει αυτό το τραγούδι να το παραθέσω ολόκληρο.

Βασιλικέ μου τρίκλωνε με τα σαράντα φύλλα.
Σαράντα σ’ αγαπήσανε και πάλαι εγώ σε πήρα,
Θιαμαίνομαι, λογίζομαι το που να σε φυτέψω,
να σε φυτέψω σε βουνό φοβάμαι από τα χιόνια,
να σε φυτέψω σε γιαλό φοβάμαι από το κύμα,
να σε φυτέψω σε στρατί φοβάμαι απ’ τους διαβάτες,
ν’ ανοίξω την καρδούλα μου να σε φυτέψω μέσα,
να παίρνω από τους κλώνους σου,
τον πόνο μου να γειάνω.

Από τότε μέχρι σήμερα είναι ένα απ’ τα 3-4 κλειστά τραγούδια της προτίμησής μου όταν μπαίνω στο χορό. Το τραγούδι αυτό το ηχογραφήσαμε πολύ αργότερα με τον Βαγγέλη Ποζιό γυιό του Λουκά για το CD Νο 7 του Συλλόγου Αργιθεατών Αθήνας με τίτλο «Γυναίκες που χορεύετε». Στο CD αυτό έπαιξε βιολί ο Χρυσόστομος Καζιακούρας.

Την δεκαετία του 1980 κάποια χρονιά πήγα στο πανηγύρι στα Κουμπουριανά με τον ξάδελφό μου Μήτσο Λαθήρα. Στο πανηγύρι έγινε ωραίο γλέντι με τους Κουμπουριανίτες λαϊκούς μουσικούς Σωτήρη Καραμπίνη (κλαρίνο), Μιλτιάδη Καλιακούδα (βιολί) και τον Βαγγέλη Ποζιό στο τραγούδι. Είχα την ευκαιρία να δω και να θαυμάσω τα παληά πέτρινα σπίτια των Ποζιέων και του Κωνσταντέλου με τις πολεμίστρες. Πραγματικά αριστουργήματα λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Κλείνοντας την ομιλία μου θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Σύλλογό σας για την τιμή που μου έκαναν να με καλέσουν να σχολιάσω το λαογραφικό κομμάτι της πολύτιμης αυτής έκδοσης του βιβλίου.
Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον Σύλλογο και στους τρεις συντάκτες του βιβλίου. 


Λευτέρης Κάμπας 
Αθήνα, Γενάρης 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου